γαγγραινούμαι

γαγγραινούμαι
быть поражённым гангреной

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γαγγραινούμαι" в других словарях:

  • γαγγραινούμαι — (Α γαγγραινοῡμαι, όομαι) γαγγριανιάζω* ή εμφανίζω συμπτώματα που μοιάζουν με της γάγγραινας …   Dictionary of Greek

  • γαγγραίνωμα — το (Μ γαγγραίνωμα) [γαγγραινούμαι] το αποτέλεσμα της γαγγραίνωσης …   Dictionary of Greek

  • γαγγραίνωση — η (Α γαγγραίνωσις) [γαγγραινούμαι] προσβολή από γάγγραινα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»