- γαγγραινούμαι
- быть поражённым гангреной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαγγραινούμαι — (Α γαγγραινοῡμαι, όομαι) γαγγριανιάζω* ή εμφανίζω συμπτώματα που μοιάζουν με της γάγγραινας … Dictionary of Greek
γαγγραίνωμα — το (Μ γαγγραίνωμα) [γαγγραινούμαι] το αποτέλεσμα της γαγγραίνωσης … Dictionary of Greek
γαγγραίνωση — η (Α γαγγραίνωσις) [γαγγραινούμαι] προσβολή από γάγγραινα … Dictionary of Greek